Αύξηση μεταφορικού και ενεργειακού κόστους έφερε χαμηλές προσδοκίες στις εξαγωγές

banner-google-news

Έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τον ΣΕΒΕ σε συνεργασία με την εταιρεία DHL, που είναι μέλος του Συνδέσμου, έδειξε ότι ο Δείκτης Εξαγωγικών Προσδοκιών στο β΄ εξάμηνο του περασμένου έτους ανήλθε στις 115 μονάδες, κινήθηκε δηλαδή σε χαμηλότερα επίπεδα αναφορικά με το α’ εξάμηνο του 2021, αλλά και το β’ εξάμηνο του 2020.

Πιο συγκεκριμένα, τονίζεται ότι οι εκτιμήσεις στην ενότητα των εξαγωγών κινήθηκαν σε ιδιαίτερα θετικά επίπεδα. Το ποσοστό όσων αναμένουν αύξηση διαμορφώθηκε σε 55%, τη σταθερότητα επέλεξε το 32%, ενώ το 13% δήλωσε ότι αναμένει μείωση έναντι 8% στο προηγούμενο εξάμηνο. Αντίθετα, προκύπτει έντονος προβληματισμός από τις απαντήσεις που σχετίζονται με τις διεθνείς οικονομικές συνθήκες, καθώς μόλις το 18% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προσδοκά σε βελτίωσή τους, ένας στους τρεις αναμένει επιδείνωση και το 49% παραπέμπει σε συνθήκες σταθερότητας.

Όσον αφορά στις αυξήσεις των τιμών των Πρώτων Υλών, Μεταφορικού & Ενεργειακού Κόστους, οι συμμετέχοντες απάντησαν σε τρεις επιμέρους ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν στο εάν αυτή η μεταβολή επηρέασε τις εξαγωγές της επιχείρησης στο β’ εξάμηνο του 2021, σε τί ποσοστό μεταβλήθηκε το κόστος της επιχείρησης από την εν λόγω μεταβολή συγκριτικά με το 2020, και σε τί ποσοστό μεταβλήθηκε το κόστος της επιχείρησης από την εν λόγω μεταβολή συγκριτικά με το 2019.

Στην πρώτη ερώτηση της πρώτης ενότητας που αφορούσε στις τιμές των πρώτων υλών, το υψηλότερο ποσοστό συγκέντρωσε η απάντηση «πολύ» (39%), ενώ σε ό,τι αφορά στις μεταβολές από το 2020 στο 2021 και από το 2019 στο 2021, το 80% και το 77% του δείγματος αντίστοιχα απάντησε «0-50%».το υψηλότερο ποσοστό συγκέντρωσε η απάντηση «πολύ» (39%), ενώ σε ό,τι αφορά στις μεταβολές από το 2020 στο 2021 και από το 2019 στο 2021, το 80% και το 77% του δείγματος αντίστοιχα απάντησε «0-50%».

Στη δεύτερη ενότητα για την αύξηση του μεταφορικού κόστους, στην πρώτη ερώτηση που αφορούσε στην επίδρασή του στις εξαγωγές του β’ εξαμήνου του 2021, η απάντηση «πολύ» ήταν και πάλι η επικρατέστερη (35%), ενώ το 23% και το 24% δήλωσε ότι το 2021 το μεταφορικό κόστος αυξήθηκε πάνω από 100% συγκριτικά με το 2020 και το 2019 αντίστοιχα. Ομοίως, στην τελευταία ενότητα το 35% του δείγματος ανέφερε ότι η αύξηση του ενεργειακού κόστους θα επηρεάσει πολύ τις εξαγωγές στο β’ εξάμηνο του 2021, ενώ από το 2020 στο 2021 και από το 2019 στο 2021, το ενεργειακό κόστος αυξήθηκε κατά 0-50% σύμφωνα με το 68% και το 66% του δείγματος αντίστοιχα.

Η σημαντική επιδείνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων στο β’ εξάμηνο του 2021 επήλθε κυρίως εξαιτίας της μείωσης των προσδοκιών στις ενότητες των διεθνών και των εγχώριων οικονομικών συνθηκών, στις οποίες οι θετικές απαντήσεις μειώθηκαν κατά 33 και 38 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Στην ενότητα των εξαγωγών οι προσδοκίες παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, με το 55% να αναμένει βελτίωση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις εγχώριες πωλήσεις διαμορφώθηκε σε 42%.

Το θέμα επικαιρότητας αναπτύχθηκε σε τρεις ενότητες (τιμές πρώτων υλών, μεταφορικό κόστος, ενεργειακό κόστος) και αφορούσε στο πώς οι αυξήσεις των εν λόγω μεταβλητών θα επηρεάσουν τις εξαγωγές και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων. Αναφορικά με την επίδραση στις εξαγωγές και τις απαντήσεις «πολύ» ή «πάρα πολύ», στην ενότητα των πρώτων υλών το ποσοστό ανήλθε σε 56%, στην ενότητα του μεταφορικού κόστους σε 45% και στην ενότητα του ενεργειακού κόστους σε 42%. Αναφορικά με τις αυξήσεις σε σχέση με τα έτη 2020 και 2019 και συγκεκριμένα αυτές που υπερδιπλασιάστηκαν, στις πρώτες ύλες τα ποσοστά διαμορφώθηκαν σε 6% και 7% αντίστοιχα, στο μεταφορικό κόστος διαμορφώθηκαν σε 23% και 24% αντίστοιχα και στο ενεργειακό κόστος σε 12% και 14% αντίστοιχα.

(Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα 25/10/21–26/11/21 σε επιλεγμένο δείγμα 250 εξαγωγικών επιχειρήσεων από όλη τη χώρα (οι 222 ανταποκρίθηκαν). Η επιλογή των επιχειρήσεων έγινε μέσω διαστρωματικής δειγματοληψίας, στα πρότυπα αντίστοιχων ερευνών που πραγματοποιούνται από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς, ενώ για τη συλλογή των στοιχείων των επιχειρήσεων αξιοποιήθηκε η βάση δεδομένων της ICAP. Ειδικότερα, με αρχικό κριτήριο τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο πάνω από €1.000.000, το δείγμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις από πρωτογενή παραγωγή, βιομηχανία και εμπόριο.)